- κατεργαστικαί
- κατεργαστικόςoffem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατεργαστικός — κατεργαστικός, ή, όν (Α) [κατεργάζομαι] 1. κατάλληλος ή ικανός να κατεργάζεται («κατεργαστικὴ δύναμις», Θεόφρ.) 2. καταστρεπτικός («αἱ ἀθυμίαι κατεργαστικαί», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek